Greek Meaning of escheator
εκτελεστής διαθήκης
Other Greek words related to εκτελεστής διαθήκης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of escheator
- escheating => περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου
- escheatage => δημευση περιουσιας
- escheatable => κατάσχετος
- escheat => κυριότητα της πολιτείας
- eschaunge => ανταλλαγή
- eschaton => εσχατον
- eschatology => εσχατολογία
- eschatologist => Εσχατολόγος
- eschatologically => εσχατολογικά
- eschatological => εσχατολογικός
Definitions and Meaning of escheator in English
escheator (n.)
An officer whose duty it is to observe what escheats have taken place, and to take charge of them.
FAQs About the word escheator
εκτελεστής διαθήκης
An officer whose duty it is to observe what escheats have taken place, and to take charge of them.
No synonyms found.
No antonyms found.
escheating => περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, escheatage => δημευση περιουσιας, escheatable => κατάσχετος, escheat => κυριότητα της πολιτείας, eschaunge => ανταλλαγή,