Greek Meaning of eschewment
αποφυγή
Other Greek words related to αποφυγή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of eschewment
- eschewer => αποφεύγων
- eschew => αποφεύγω
- eschevin => ο δημοτικός σύμβουλος
- escherichia coli => Εσερίχια κόλι
- escherichia => Εσερίχια
- escheator => εκτελεστής διαθήκης
- escheating => περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου
- escheatage => δημευση περιουσιας
- escheatable => κατάσχετος
- escheat => κυριότητα της πολιτείας
- eschrichtiidae => Gray Whales
- eschrichtius => Εσκρίχτιος
- eschrichtius gibbosus => Γκρίζα φάλαινα
- eschrichtius robustus => Γκρίζα φάλαινα
- eschscholtzia => Eschscholtzia
- eschscholtzia californica => Εσκολτζία της Καλιφόρνια
- eschynite => Αισχυνίτης
- escocheon => οικόσημο
- escolar => Escolar
- escopet => Καραμπίνα
Definitions and Meaning of eschewment in English
eschewment (n.)
The act of eschewing.
FAQs About the word eschewment
αποφυγή
The act of eschewing.
No synonyms found.
No antonyms found.
eschewer => αποφεύγων, eschew => αποφεύγω, eschevin => ο δημοτικός σύμβουλος, escherichia coli => Εσερίχια κόλι, escherichia => Εσερίχια,