FAQs About the word equipt

εξοπλισμένος

provided or fitted out with what is necessary or useful or appropriate

ετοιμάζω,πληροί τις προϋποθέσεις,ενεργοποιήστε,Έτοιμος,διδάσκω,τρένο,συνηθίζω,προσαρμόζω,Προσαρμόζω,εξουσιοδοτώ

στερώ,αποεπενδύω,Λωρίδα,στερώ

equiprobable => ισοπίθανος, equipping => εξοπλισμός, equipped => Εξοπλισμένος, equipotential => ισοδύναμο, equipotent => Ισότιμος,