Greek Meaning of equipt
εξοπλισμένος
Other Greek words related to εξοπλισμένος
Nearest Words of equipt
Definitions and Meaning of equipt in English
equipt (a)
provided or fitted out with what is necessary or useful or appropriate
FAQs About the word equipt
εξοπλισμένος
provided or fitted out with what is necessary or useful or appropriate
ετοιμάζω,πληροί τις προϋποθέσεις,ενεργοποιήστε,Έτοιμος,διδάσκω,τρένο,συνηθίζω,προσαρμόζω,Προσαρμόζω,εξουσιοδοτώ
στερώ,αποεπενδύω,Λωρίδα,στερώ
equiprobable => ισοπίθανος, equipping => εξοπλισμός, equipped => Εξοπλισμένος, equipotential => ισοδύναμο, equipotent => Ισότιμος,