FAQs About the word ectomorph

Εκτόμορφο

a person with a thin body

No synonyms found.

No antonyms found.

ectomere => εκτόμερο, ectolecithal => εκτολεκιθικός, ectodermic => εκτοδερμικός, ectodermal => εξωδερμικός, ectoderm => Ο Εξωτερικός βλαστός,