Greek Meaning of ectopic
εκτοπικός
Other Greek words related to εκτοπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ectopic
- ectopic gestation => Έκτοπη κύηση
- ectopic pregnancy => Εξωμήτρια κύηση
- ectopistes => Οικόσιτο περιστέρι
- ectopistes migratorius => Εκτοπίστες μιγκόριους
- ectoplasm => Εκτόπλασμα
- ectoplastic => Εξωπλασματικός
- ectoproct => Εκτοπροκτα
- ectoprocta => Έκτοπρόκτες
- ectopy => εκτοπία
- ectorganism => Φορέας οργανισμός
Definitions and Meaning of ectopic in English
ectopic (a)
exhibiting ectopia
ectopic (a.)
Out of place; congenitally displaced; as, an ectopic organ.
FAQs About the word ectopic
εκτοπικός
exhibiting ectopiaOut of place; congenitally displaced; as, an ectopic organ.
No synonyms found.
No antonyms found.
ectopia => εκτοπία, ectoparasite => Εξωπαράσιτα, ectomorphy => εκτομορφία , ectomorphic => εκτόμορφος, ectomorph => Εκτόμορφο,