FAQs About the word eavesdropped (on)

Κρυφάκουε (σε)

άκουσε,άκουσε μέσα,παρακολουθούμενος,υπακούω κρυφά,κατασκοπευμένη,παρακολούθησε,πατημένος,υπό παρακολούθηση,άκουσε,έδωσε προσοχή

No antonyms found.

eavesdrop (on) => κρυφακούω (κάποιον), eaves trough => Υδρορροή, eating one's heart out => Τρώω την καρδιά μου, eating alive => τρώει ζωντανά, eating (up) => τρώγοντας (επάνω),