FAQs About the word drizzles

Definition not available

to rain in very small drops, to rain in very small drops or very lightly, to shed or let fall in minute drops or particles, to make wet with minute drops, somet

βροχοπτώσεις,βροχοπτώσεις,τρούφες,ομίχλες,ψιχαλίζει,ντους

καταρρακτώδης βροχή,Καταιγίδες,καταιγίδες,Καταιγίδες,μπόρες,κατακλυσμοί,μουσώνες

driving (into) => Οδήγηση (μέσα), driving (away or off) => οδήγηση (μακριά ή έξω από), drives => οδήγησης, driver's seat => Θέση οδηγού, drivers => οδηγοί,