Greek Meaning of drawable
σχεδιάσιμο
Other Greek words related to σχεδιάσιμο
Nearest Words of drawable
Definitions and Meaning of drawable in English
drawable (a.)
Capable of being drawn.
FAQs About the word drawable
σχεδιάσιμο
Capable of being drawn.
εικόνα,σκίτσο,Σκίτσο,Μελάνι,περίγραμμα,μολύβι,γελοιογραφία,Κηρομπογιά,το προφίλ,Γρατσουνούμε
οδήγηση,σπρώχνω,προωθώ,ώθηση,ώθηση
draw up => συντάσσειν, draw together => συγκεντρώνομαι, draw the line => να βάλεις τα όρια, draw rein => τραβάμε τα ηνία, draw poker => πόκερ κλειστό,