Greek Meaning of disaffirmance
ακύρωση
Other Greek words related to ακύρωση
- άρνηση
- άρνηση
- αποκήρυξη
- αποκήρυξη
- παραίτηση
- αποκήρυξη
- αναρρόφηση
- επανεξέταση
- δεύτερη σκέψη
- αλλαγή πορείας
- Στροφή
- δόλωμα και αλλαγή
- Σαγιονάρες
- δισταγμός
- αναποφασιστικότητα
- αναποφασιστικότητα
- Υποχώρηση
- ανατροπή
- ανταλλαγή
- εναλλαγή
- ανατροπή
- αναστροφή
- δισταγμός
- αλλαγή κατεύθυνσης
- Τρέμουλο
- διστακτικός
- τρεμάμενος
Nearest Words of disaffirmance
Definitions and Meaning of disaffirmance in English
disaffirmance (n.)
The act of disaffirming; denial; negation.
Overthrow or annulment by the decision of a superior tribunal; as, disaffirmance of judgment.
FAQs About the word disaffirmance
ακύρωση
The act of disaffirming; denial; negation., Overthrow or annulment by the decision of a superior tribunal; as, disaffirmance of judgment.
άρνηση,άρνηση,αποκήρυξη,αποκήρυξη,παραίτηση,αποκήρυξη,αναρρόφηση,επανεξέταση,δεύτερη σκέψη,αλλαγή πορείας
No antonyms found.
disaffirm => αποποιούμαι, disaffectionate => απαθής, disaffection => δυσαρέσκεια, disaffecting => αποξενωτικός, disaffected => Απογοητευμένος,