FAQs About the word dead-stroke

εγκεφαλικό επεισόδιο

Making a stroke without recoil; deadbeat.

No synonyms found.

No antonyms found.

deads => νεκροί, dead-reckoning => Υπολογισμός θέσης, dead-pay => προκαταβολή, deadpan => ατάραχος, dead-on => ακριβώς,