Greek Meaning of cypriote
κυπριακός
Other Greek words related to κυπριακός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cypriote
- cypriot pound => κυπριακή λίρα
- cypriot monetary unit => Κυπριακή νομισματική μονάδα
- cypriot => Κυπριακός
- cyprinus carpio => Κύπρινος
- cyprinus => κυπρίνος
- cyprinoid => κυπρινοειδή
- cyprinodontidae => Κοπρινοντίδες
- cyprinodont => Κιπρινοδόντια
- cypriniformes => Κυπρινοειδή
- cypriniform fish => Κυπρινοειδές ψάρι
- cypripedia => κυπριπέδιο
- cypripedium => Κυπριπέδιο
- cypripedium acaule => Παντούφλα της Παναγιάς
- cypripedium album => Λευκή κυπριπέδιο
- cypripedium arietinum => Καλυψώ
- cypripedium calceolus => Παντούφλα της Παναγίας
- cypripedium calceolus pubescens => Κυπριπέδιο το καλυκωτό το ηβηρό
- cypripedium californicum => Καλιφόρνια κυπριπέδιο
- cypripedium fasciculatum => Lady’s slipper orchid
- cypripedium montanum => Ορχιδέα κυπριπέδιουμ δασύτριχα
Definitions and Meaning of cypriote in English
cypriote (n)
a native or inhabitant of Cyprus
cypriote (a)
of or relating to Cyprus or its people or culture
FAQs About the word cypriote
κυπριακός
a native or inhabitant of Cyprus, of or relating to Cyprus or its people or culture
No synonyms found.
No antonyms found.
cypriot pound => κυπριακή λίρα, cypriot monetary unit => Κυπριακή νομισματική μονάδα, cypriot => Κυπριακός, cyprinus carpio => Κύπρινος, cyprinus => κυπρίνος,