Greek Meaning of cypripedium calceolus pubescens
Κυπριπέδιο το καλυκωτό το ηβηρό
Other Greek words related to Κυπριπέδιο το καλυκωτό το ηβηρό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cypripedium calceolus pubescens
- cypripedium calceolus => Παντούφλα της Παναγίας
- cypripedium arietinum => Καλυψώ
- cypripedium album => Λευκή κυπριπέδιο
- cypripedium acaule => Παντούφλα της Παναγιάς
- cypripedium => Κυπριπέδιο
- cypripedia => κυπριπέδιο
- cypriote => κυπριακός
- cypriot pound => κυπριακή λίρα
- cypriot monetary unit => Κυπριακή νομισματική μονάδα
- cypriot => Κυπριακός
- cypripedium californicum => Καλιφόρνια κυπριπέδιο
- cypripedium fasciculatum => Lady’s slipper orchid
- cypripedium montanum => Ορχιδέα κυπριπέδιουμ δασύτριχα
- cypripedium parviflorum => Κυπριπέδιο το μικρανθές
- cypripedium reginae => κυπριπέδιο το βασιλικό
- cyproheptadine => Κυπροεπταδίνη
- cyprus => Κύπρος
- cyrano de bergerac => Σιρανό ντε Μπερζεράκ
- cyril => Κύριλλος
- cyril burt => Κύριλ Μπερτ
Definitions and Meaning of cypripedium calceolus pubescens in English
cypripedium calceolus pubescens (n)
plant of eastern and central North America having slightly fragrant purple-marked greenish-yellow flowers
FAQs About the word cypripedium calceolus pubescens
Κυπριπέδιο το καλυκωτό το ηβηρό
plant of eastern and central North America having slightly fragrant purple-marked greenish-yellow flowers
No synonyms found.
No antonyms found.
cypripedium calceolus => Παντούφλα της Παναγίας, cypripedium arietinum => Καλυψώ, cypripedium album => Λευκή κυπριπέδιο, cypripedium acaule => Παντούφλα της Παναγιάς, cypripedium => Κυπριπέδιο,