Greek Meaning of cosset
κανακεύω
Other Greek words related to κανακεύω
Nearest Words of cosset
Definitions and Meaning of cosset in English
cosset (v)
treat with excessive indulgence
FAQs About the word cosset
κανακεύω
treat with excessive indulgence
μωρό,χαϊδεύω,κακομαθαίνω,νοσοκόμα,κακομαθαίνω,χαλάω,κατευνάζω,Κόκερ,τραμπαλίζω,ευχαρίστηση
Κακοποίηση,έλεγχος,Πειθαρχία,κακομεταχειρίζομαι,κακομεταχειρίζομαι,κακοποιώ,κατάχρηση,Αναχαιτίζω,βλάβη,πόνος
cossack post => Κοζάκικο ταχυδρομείο, cossack => Κοζάκος, coss => συνημίτονο, cosponsor => Συνχορηγός, cosmotron => Κοσμοτρόνιο,