Greek Meaning of commutable
μεταθετικός
Other Greek words related to μεταθετικός
Nearest Words of commutable
- commutability => μεταθετικότητα
- communize => Κομμουνίζω
- communization => Κοινωνικοποίηση
- community service => κοινωνική υπηρεσία
- community property => Κοινή περιουσία
- community of scholars => Κοινότητα μελετητών
- community of interests => κοινότητα συμφερόντων
- community college => κοινοτικό κολέγιο
- community chest => Κοινό ταμείο
- community center => κέντρο κοινότητας
- commutate => μεταθέτω
- commutation => μετατόπιση
- commutation ticket => Εισιτήριο διαρκείας
- commutative => μεταθετικός
- commutative group => Αντιμεταθετική ομάδα
- commutator => συλλέκτης
- commute => μετακίνηση
- commuter => καθημερινός ταξιδιώτης
- commuter traffic => κίνηση των εργαζομένων
- commuter train => προαστιακός σιδηρόδρομος
Definitions and Meaning of commutable in English
commutable (a)
subject to alteration or change
commutable (s)
capable of being exchanged for another or for something else that is equivalent
FAQs About the word commutable
μεταθετικός
subject to alteration or change, capable of being exchanged for another or for something else that is equivalent
ανταλλάξιμο,Εναλλάξιμος,αντικαταστάσιμο,Ανταλλάξιμος,αντικαταστάσιμος,μετατρέψιμος
Ανταλλάξιμος
commutability => μεταθετικότητα, communize => Κομμουνίζω, communization => Κοινωνικοποίηση, community service => κοινωνική υπηρεσία, community property => Κοινή περιουσία,