Greek Meaning of cobbling
τσαγκαράδικο
Other Greek words related to τσαγκαράδικο
Nearest Words of cobbling
Definitions and Meaning of cobbling in English
cobbling (n)
the shoemaker's trade
cobbling (p. pr. & vb. n.)
of Cobble
FAQs About the word cobbling
τσαγκαράδικο
the shoemaker's tradeof Cobble
Χτυπάμε μαζί,μπαλώνω (μαζί),ρίχνω μαζί,παύλα,αυτοσχεδιάζω,εμέω,Κακοφτιαγμένος
χειροτεχνία,σφυρηλατώ,λίρα,μόδα,σφυρηλατώ,χειροτεχνία
cobblestone => λιθόστρωτο, cobbler's last => Καλάμι, cobblers => τσαγκάρηδες, cobbler => τσαγκάρης, cobbled => Πλακόστρωτος,