Greek Meaning of cliental
πελατεία
Other Greek words related to πελατεία
Nearest Words of cliental
- client-centered therapy => Θεραπεία με επίκεντρο τον θεραπευόμενο
- cliented => πελάτης
- clientelage => πελατεία
- clientele => πελατεία
- client-server => πελάτη-εξυπηρετητή
- clientship => πελατεία
- cliff => γκρεμός
- cliff brake => Πολυτρίχι
- cliff diving => Καταδύσεις από γκρεμό
- cliff dweller => Κάτοικοι του γκρεμού
Definitions and Meaning of cliental in English
cliental (a.)
Of or pertaining to a client.
FAQs About the word cliental
πελατεία
Of or pertaining to a client.
πελάτης,καλεσμένος,προστάτης,αγοραστής,καταναλωτής,χρήστης,λογαριασμός,Περιηγητής,Ανταποκριτής,τελικός χρήστης
μεσίτης,έμπορος,πωλητής,Πωλητής,προμηθευτής,περίφραξη,καταστηματάρχης,έμπορος
clientage => πελατεία, client => Πελάτης, cliency => πελατεία, clidastes => Κλειδάστης, clicky => κλικ,