Greek Meaning of chidingly
επιτιμητικά
Other Greek words related to επιτιμητικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chidingly
- chief => αρχηγός
- chief assistant => Ο κύριος βοηθός
- chief baron => αρχιβαρώνος
- chief constable => αρχηγός αστυνομίας
- chief executive => διευθύνων σύμβουλος
- chief executive officer => διευθύνων σύμβουλος
- chief financial officer => Οικονομικός διευθυντής
- chief hare => Αρχηγός λαγός
- chief joseph => αρχηγός Τζόζεφ
- chief justice => Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Definitions and Meaning of chidingly in English
chidingly (adv.)
In a chiding or reproving manner.
FAQs About the word chidingly
επιτιμητικά
In a chiding or reproving manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
chiding => επιπληκτικός, chideress => γκρινιάρης, chider => κατηγόρος, chide => μαλώνω, chicot => Κουτσούκης,