Greek Meaning of cajoler
κόλακας
Other Greek words related to κόλακας
Nearest Words of cajoler
Definitions and Meaning of cajoler in English
cajoler (n.)
A flatterer; a wheedler.
FAQs About the word cajoler
κόλακας
A flatterer; a wheedler.
πείθω,ικετεύω,δελεάζω,δόλωμα,Γλυκά λόγια,παρόρμηση,κολακεύω,ουάου,ξεγελώ,ικετεύω
Σφάλμα,Παρακώλυση,εκφοβίζω,ενοχλώ,πειράζω,εκφοβίζω,εκφοβιστής,Αναγκάζω,αναγκάζω,περιορίζω
cajolement => Κολακεία, cajoled => πεισθεί, cajole => Πείθω, cajeput => καγιεπούτ, cajanus cajan => Cajanus cajan,