Greek Meaning of burliness

μυικότητα

Other Greek words related to μυικότητα

Definitions and Meaning of burliness in English

Webster

burliness (n.)

Quality of being burly.

FAQs About the word burliness

μυικότητα

Quality of being burly.

μυική μάζα,όγκος,βραχνάδα,δύναμη,παχυσαρκία,στρογγυλάδα,παχυσαρκία,παχυσαρκία,υπέρβαρος,ενδομορφισμός

Φυσική κατάσταση,κοκαλάδα,Λεπτότητα,Λεπτότητα,Λεπτότητα,λεπτότητα,ισχνότητα,Ετοιμότητα,Αδυναμία,Λιτότητα

burletta => μπουρλέτα, burlesquing => γελοιοποίηση, burlesquer => μπουρλέσκ, burlesqued => μπουρλέσκ, burlesque => μπουρλέσκ,