Greek Meaning of scrawniness
λιγνότητα
Other Greek words related to λιγνότητα
Nearest Words of scrawniness
Definitions and Meaning of scrawniness in English
scrawniness (n)
the bodily property of lacking flesh
the property of being stunted and inferior in size or quality
FAQs About the word scrawniness
λιγνότητα
the bodily property of lacking flesh, the property of being stunted and inferior in size or quality
ισχνότητα,Αδυναμία,λεπτότητα,ζιζανιογόνος χαρακτήρας,Φυσική κατάσταση,Ετοιμότητα,κοκαλάδα,Λεπτότητα,Λεπτότητα,Λεπτότητα
παχυσαρκία,στρογγυλάδα,παχυσαρκία,παχυσαρκία,υπέρβαρος,λίπος,Παχυσαρκία,λίπος,σαρκώδης,μεικτό
scrawling => Σκαριφήματα, scrawler => Γραφιάς, scrawled => γραφιτό, scrawl => Γρατσουνούμε, scraw => μουτζούρα,