Greek Meaning of brotherhoods
αδελφότητες
Other Greek words related to αδελφότητες
- θάλαμοι
- φοιτητικές αδελφότητες
- ενώσεις
- σύνοδοι
- ιδρύματα
- ιδρύματα
- οργανισμοί
- κοινωνίες
- Σανίδες
- Κάδρο
- κεφάλαια
- σύλλογοι
- συλλογικότητες
- πανεπιστήμια
- Κομμούνες
- κοινότητες
- συνέδρια
- κοινοπραξίες
- κοινοπραξία
- υποτροφίες
- συντεχνίες
- ομάδες
- συντεχνίες
- πρωταθλήματα
- αδελφότητες
- Ομάδες
- σώματα
- Υποκαταστήματα
- αρμοί
- κόμματα
- συμμαχίες
- συγκροτήματα
- μπλοκ
- ίντριγκες
- στρατόπεδα
- καρτέλ
- κύκλοι
- κλάν
- κλίκες
- Συνασπισμοί
- συνομοσπονδίες
- συνωμοσίες
- συνεταιρισμοί
- κλίκες
- Πληρώματα
- πτυχές
- συμμορίες
- δεν υπάρχουν
- οι ντόπιοι
- συνδρομές
- παραγγελίες
- ρούχα
- συνεργασίες
- αδελφότητες
- γυναικείες φοιτητικές λέσχες
- Ομάδες
- συνδικάτα
Nearest Words of brotherhoods
- broomsticks => Σκουπάκια
- brooklets => ρυάκια
- broods => γέννες
- brooding (about or over) => συλλογίζομαι (για ή για)
- brooded (about or over) => εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- brood (about or over) => σκέφτεται (για κάτι ή υπερβολικά)
- Bronx cheers => Γιούχα του Μπρονξ
- broncos => Μπρόνκος
- bronchos => βρόγχοι
- bromides => βρωμίδια
Definitions and Meaning of brotherhoods in English
brotherhoods
an association (such as a labor union or monastic society) for a particular purpose, the persons engaged in the same business or profession, the quality or state of being brothers, fellowship, alliance, an association of people for a particular purpose, the whole body of persons engaged in a business or profession, the state of being brothers or a brother
FAQs About the word brotherhoods
αδελφότητες
an association (such as a labor union or monastic society) for a particular purpose, the persons engaged in the same business or profession, the quality or stat
θάλαμοι,φοιτητικές αδελφότητες,ενώσεις,σύνοδοι,ιδρύματα,ιδρύματα,οργανισμοί,κοινωνίες,Σανίδες,Κάδρο
No antonyms found.
broomsticks => Σκουπάκια, brooklets => ρυάκια, broods => γέννες, brooding (about or over) => συλλογίζομαι (για ή για), brooded (about or over) => εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι),