Greek Meaning of bisexous
Διφυλικός
Other Greek words related to Διφυλικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bisexous
- bisetous => δίπτυχος
- bisetose => διπλοσυνθετικός
- biserrate => δισυλλογος
- biseriate => δισειριακό
- biserial correlation coefficient => Συσχετιστικός συντελεστής διπλής σειράς
- biserial correlation => Δισειριακός συσχετισμός
- biserial => δισειριακός
- biseptate => δικτυωτή
- bisegment => Δισεgment
- bisectrix => διχοτόμος ευθεία
Definitions and Meaning of bisexous in English
bisexous (a.)
Bisexual.
FAQs About the word bisexous
Διφυλικός
Bisexual.
No synonyms found.
No antonyms found.
bisetous => δίπτυχος, bisetose => διπλοσυνθετικός, biserrate => δισυλλογος, biseriate => δισειριακό, biserial correlation coefficient => Συσχετιστικός συντελεστής διπλής σειράς,