Greek Meaning of bisexuality
Διφυλοφιλία
Other Greek words related to Διφυλοφιλία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bisexuality
- bisexual person => Διφυλόφιλο άτομο
- bisexual => αμφιφυλόφιλος, -η
- bisexous => Διφυλικός
- bisetous => δίπτυχος
- bisetose => διπλοσυνθετικός
- biserrate => δισυλλογος
- biseriate => δισειριακό
- biserial correlation coefficient => Συσχετιστικός συντελεστής διπλής σειράς
- biserial correlation => Δισειριακός συσχετισμός
- biserial => δισειριακός
Definitions and Meaning of bisexuality in English
bisexuality (n)
showing characteristics of both sexes
sexual activity with both men and women
FAQs About the word bisexuality
Διφυλοφιλία
showing characteristics of both sexes, sexual activity with both men and women
No synonyms found.
No antonyms found.
bisexual person => Διφυλόφιλο άτομο, bisexual => αμφιφυλόφιλος, -η, bisexous => Διφυλικός, bisetous => δίπτυχος, bisetose => διπλοσυνθετικός,