Greek Meaning of bedsitter
Μονοκατοικία
Other Greek words related to Μονοκατοικία
- διαμέρισμα
- Διαμέρισμα
- Διαμέρισμα
- Duplex
- Διαμέρισμα μεζονέτα
- αποδοτικότητα
- Διαμέρισμα αποδοτικότητας
- επίπεδος
- Μονοκατοικία
- Διπλωματικός
- Διαμέρισμα με κήπο
- Μπαμπουσόσπιτο
- καταλύματα
- μεζονέτα
- Ρετιρέ
- Σιδηροδρομική επιφάνεια
- σαλόνι
- σαλόνι
- στούντιο
- Γκαρσονιέρα
- ενοικιαζόμενο διαμέρισμα
- Περίπατος
- Συμβίωση
- ανασκαφές
- σουίτα
- πολυκατοικία
- τρίπλεξ
- Φτερό
- πολυκατοικία
- ανασκαφές
- γκαλερί
Nearest Words of bedsitter
- bedsite => στο κρεβάτι
- bedsit => Μικρό υπνοδωμάτιο με κρεβάτι και καθιστικό
- bedside manner => Συμπεριφορά στο κρεβάτι του ασθενή
- bedside => bedside
- bedrug => απάτη
- bedrop => ραντίζω
- bedroom suite => Σουίτα κρεβατοκάμαρας
- bedroom set => Σετ υπνοδωματίου
- bedroom furniture => Έπιπλα κρεβατοκάμαρας
- bedroom community => Υπνοπολειο
Definitions and Meaning of bedsitter in English
bedsitter (n)
a furnished sitting room with sleeping accommodations (and some plumbing)
FAQs About the word bedsitter
Μονοκατοικία
a furnished sitting room with sleeping accommodations (and some plumbing)
διαμέρισμα,Διαμέρισμα,Διαμέρισμα,Duplex,Διαμέρισμα μεζονέτα,αποδοτικότητα,Διαμέρισμα αποδοτικότητας,επίπεδος,Μονοκατοικία,Διπλωματικός
No antonyms found.
bedsite => στο κρεβάτι, bedsit => Μικρό υπνοδωμάτιο με κρεβάτι και καθιστικό, bedside manner => Συμπεριφορά στο κρεβάτι του ασθενή, bedside => bedside, bedrug => απάτη,