Greek Meaning of basal-nerved
Βασική νευρώση
Other Greek words related to Βασική νευρώση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of basal-nerved
- basal vein => βασική φλέβα
- basal temperature => βασική θερμοκρασία
- basal placentation => Χαμηλή κύηση
- basal metabolism => Βασικός μεταβολισμός
- basal metabolic rate => Βασικός μεταβολικός ρυθμός
- basal ganglion => βασικά γάγγλια
- basal body temperature method of family planning => Μέθοδος προσδιορισμού της ωορρηξίας με τη θερμοκρασία του σώματος
- basal body temperature method => Μέθοδος βασικής θερμοκρασίας σώματος
- basal body temperature => Βασική θερμοκρασία σώματος
- basal => βασικό
Definitions and Meaning of basal-nerved in English
basal-nerved (a.)
Having the nerves radiating from the base; -- said of leaves.
FAQs About the word basal-nerved
Βασική νευρώση
Having the nerves radiating from the base; -- said of leaves.
No synonyms found.
No antonyms found.
basal vein => βασική φλέβα, basal temperature => βασική θερμοκρασία, basal placentation => Χαμηλή κύηση, basal metabolism => Βασικός μεταβολισμός, basal metabolic rate => Βασικός μεταβολικός ρυθμός,