FAQs About the word baptismally

βαπτισματικώς

In a baptismal manner.

εναρκτήριος/-α/-ο,εναρκτήρια τελετή,έναρξη,επαγωγή,εγκατάσταση,δόση,δόση,ενθρόνιση,επένδυση,στρατολόγηση

εκφόρτιση,αφαίρεση

baptismal name => όνομα βαπτίσεως, baptismal font => Κολυμβήθρα, baptismal => βαπτιστικός, baptism => βάπτιση, baptisia tinctoria => Μπαπτισία η βαφική,