Greek Meaning of at work

στη δουλειά

Other Greek words related to στη δουλειά

Definitions and Meaning of at work in English

Wordnet

at work (s)

on the job

FAQs About the word at work

στη δουλειά

on the job

φέρνω,επειδή,Δημιουργήσετε,κάνω,παράγω,Παραγωγή,προτροπή,φυλή,Επιφέρω,καταλύω

έλεγχος,έλεγχος,εμποδίζω,όριο,βάλω κάτω,περιορίζω,πνίγω,καταπιέζω,καταπιέζω,σύλληψη

at will => κατά βούλησιν, at variance => σε διαφωνία, at times => κάποιες φορές, at the worst => στη χειρότερη περίπτωση, at the same time => ταυτόχρονα,