Greek Meaning of assimilationism
αφομοιωτισμός
Other Greek words related to αφομοιωτισμός
Nearest Words of assimilationism
Definitions and Meaning of assimilationism in English
assimilationism
a person who advocates a policy of assimilating differing racial or cultural groups
FAQs About the word assimilationism
αφομοιωτισμός
a person who advocates a policy of assimilating differing racial or cultural groups
Αντιδιακρίσεις,αντιρατσισμός,κατά του διαχωρισμού
προκατάληψη,Ρατσισμός,Απαρτχάιντ,ρατσισμός,διαχωρισμός,Νόμοι Τζιμ Κρόου,φυλετικός εκφοβισμός,Αποσχισμός
assignments => αναθέσεις, assignees => εκδοχείς, assessments => Αξιολογήσεις, assesses => αξιολογεί, asserts => ισχυρίζεται,