Greek Meaning of arithmetical
αριθμητικός
Other Greek words related to αριθμητικός
Nearest Words of arithmetical
- arithmetic progression => Αριθμητική πρόοδος
- arithmetic operation => Αριθμητική πράξη
- arithmetic mean => Αριθμητικός μέσος όρος
- arithmetic => αριθμητική
- arithmancy => Αριθμομαντεία
- aristotype => Αριστότυπος
- aristotle's lantern => Φανός του Αριστοτέλη
- aristotle => Αριστοτέλης
- aristotelic => αριστοτελικός
- aristotelianism => Αριστοτελισμός
Definitions and Meaning of arithmetical in English
arithmetical (a)
relating to or involving arithmetic
arithmetical (a.)
Of or pertaining to arithmetic; according to the rules or method of arithmetic.
FAQs About the word arithmetical
αριθμητικός
relating to or involving arithmeticOf or pertaining to arithmetic; according to the rules or method of arithmetic.
Υπολογισμός,μαθηματικά,Μαθηματικά,απειροστικός λογισμός,Κρυπτογράφηση,Υπολογισμός,εκτίμηση,αριθμοί,υπολογισμός,Πολλαπλασιασμός
No antonyms found.
arithmetic progression => Αριθμητική πρόοδος, arithmetic operation => Αριθμητική πράξη, arithmetic mean => Αριθμητικός μέσος όρος, arithmetic => αριθμητική, arithmancy => Αριθμομαντεία,