FAQs About the word anticor

Αντιοξειδωτικό

A dangerous inflammatory swelling of a horse's breast, just opposite the heart.

No synonyms found.

No antonyms found.

anticonvulsive => αντιεπιληπτικό, anticonvulsant drug => Αντιεπιληπτικό φάρμακο, anticonvulsant => αντιεπιληπτικό, anticontagious => μη μεταδοτικός, anticonstitutional => αντισυνταγματικός,