Greek Meaning of anticoagulant
Αντιπηκτικό
Other Greek words related to Αντιπηκτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of anticoagulant
- anticoagulant medication => αντιπηκτικά
- anticoagulation => Αντιπηκτικό
- anticoagulative => Αντιπηκτικό
- anticoherer => αντι-συνοχέας
- anticonstitutional => αντισυνταγματικός
- anticontagious => μη μεταδοτικός
- anticonvulsant => αντιεπιληπτικό
- anticonvulsant drug => Αντιεπιληπτικό φάρμακο
- anticonvulsive => αντιεπιληπτικό
- anticor => Αντιοξειδωτικό
Definitions and Meaning of anticoagulant in English
anticoagulant (n)
medicine that prevents or retards the clotting of blood
FAQs About the word anticoagulant
Αντιπηκτικό
medicine that prevents or retards the clotting of blood
No synonyms found.
No antonyms found.
anticness => αντίκα, antic-mask => Αντι-μάσκα, anticly => Αντικλινές, anticlockwise => ανώστροφα, anticlinorium => αντικλινόριο,