Greek Meaning of angiotensin
Αγγειοτενσίνη
Other Greek words related to Αγγειοτενσίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of angiotensin
- angiotelectasia => Αγγειεκτασία
- angiosporous => αγγειοσποριακός
- angiospermous yellowwood => Αγγειόσπερμο κίτρινο ξύλο
- angiospermous tree => Άνθινα φυτά
- angiospermous => αγγειόσπερμα
- angiospermatous => Αγγειόσπερμα
- angiospermae => Αγγειόσπερμα
- angiosperm => Ανθοφόρα
- angioscope => Αγγειογράφος
- angiosarcoma => Αγγειοσάρκωμα
- angiotensin converting enzyme => Μετατρεπτικό ένζυμο αγγειοτενσίνης
- angiotensin i => αγγειοτενσίνη I
- angiotensin ii => Αγγειοτασίνη II
- angiotensin ii inhibitor => Αναστολέας της αγγειοτενσίνης ΙΙ
- angiotensin-converting enzyme => Μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης
- angiotensin-converting enzyme inhibitor => Αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης
- angiotomy => Αγγειοτομή
- angiotonin => Αγγειοτενσίνη
- angle => γωνία
- angle bracket => Γωνιακούς αγκύλες
Definitions and Meaning of angiotensin in English
angiotensin (n)
any of several vasoconstrictor substances (trade name Hypertensin) that cause narrowing of blood vessels
FAQs About the word angiotensin
Αγγειοτενσίνη
any of several vasoconstrictor substances (trade name Hypertensin) that cause narrowing of blood vessels
No synonyms found.
No antonyms found.
angiotelectasia => Αγγειεκτασία, angiosporous => αγγειοσποριακός, angiospermous yellowwood => Αγγειόσπερμο κίτρινο ξύλο, angiospermous tree => Άνθινα φυτά, angiospermous => αγγειόσπερμα,