Greek Meaning of angiotelectasia
Αγγειεκτασία
Other Greek words related to Αγγειεκτασία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of angiotelectasia
- angiosporous => αγγειοσποριακός
- angiospermous yellowwood => Αγγειόσπερμο κίτρινο ξύλο
- angiospermous tree => Άνθινα φυτά
- angiospermous => αγγειόσπερμα
- angiospermatous => Αγγειόσπερμα
- angiospermae => Αγγειόσπερμα
- angiosperm => Ανθοφόρα
- angioscope => Αγγειογράφος
- angiosarcoma => Αγγειοσάρκωμα
- angiopteris evecta => Αγγειόπτερις η εβέκτα
- angiotensin => Αγγειοτενσίνη
- angiotensin converting enzyme => Μετατρεπτικό ένζυμο αγγειοτενσίνης
- angiotensin i => αγγειοτενσίνη I
- angiotensin ii => Αγγειοτασίνη II
- angiotensin ii inhibitor => Αναστολέας της αγγειοτενσίνης ΙΙ
- angiotensin-converting enzyme => Μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης
- angiotensin-converting enzyme inhibitor => Αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης
- angiotomy => Αγγειοτομή
- angiotonin => Αγγειοτενσίνη
- angle => γωνία
Definitions and Meaning of angiotelectasia in English
angiotelectasia (n)
dilation and enlargement of arterioles
FAQs About the word angiotelectasia
Αγγειεκτασία
dilation and enlargement of arterioles
No synonyms found.
No antonyms found.
angiosporous => αγγειοσποριακός, angiospermous yellowwood => Αγγειόσπερμο κίτρινο ξύλο, angiospermous tree => Άνθινα φυτά, angiospermous => αγγειόσπερμα, angiospermatous => Αγγειόσπερμα,