Greek Meaning of amounting
ποσού
Other Greek words related to ποσού
Nearest Words of amounting
Definitions and Meaning of amounting in English
amounting (p. pr. & vb. n.)
of Amount
FAQs About the word amounting
ποσού
of Amount
προσθέτω (σε),έρχομαι (σε),μετρώ (μέχρι),αριθμός,άθροισμα (έως ή σε),σύνολο,μέσος,η ώρα προσέλευσης,συμπεριλαμβάνουν,φτάνω
No antonyms found.
amounted => ανήλθε, amount of money => ποσό χρημάτων, amount => ποσό, amotus => αμότους, amotion => απόλυση,