Greek Meaning of allocator
Διαθέτης
Other Greek words related to Διαθέτης
- αναθέτω
- εκχωρώ
- διανέμω
- επιτρέψω
- διανέμω
- διαίρεση
- δίνω
- πολύ
- μερίδα
- μερίδα
- συμφωνία
- μετρώ
- διοικώ
- βραβείο
- συνεισφέρω
- συμφωνία
- διανέμω
- διανέμω
- δωρίσει
- Δέσμευση
- επιχορήγηση
- διανέμω
- μέτρο
- διανέμω
- μέτρο
- (διανέμω)
- μέρος
- αναλογικά κατανεμηθεί
- Επανακατανομή
- Αναδιανομή
- Ανάθεση (ξανά)
- Ανακατανεμηθείτε
- εφεδρεία
- διανέμω
- διαχωρίζω
Nearest Words of allocator
Definitions and Meaning of allocator in English
allocator (n)
a person with authority to allot or deal out or apportion
FAQs About the word allocator
Διαθέτης
a person with authority to allot or deal out or apportion
αναθέτω,εκχωρώ,διανέμω,επιτρέψω,διανέμω,διαίρεση,δίνω,πολύ,μερίδα,μερίδα
αρνούμαι,στερώ (από),κρατάω,διατηρώ,παρακράτηση,κατάλληλος,φθονώ,στάση,αλαζόνας,κατασχέω
allocation unit => μονάδα εκχώρησης, allocation => κατανομή, allocate => εκχωρώ, allocatable => Εκχωρήσιμος, allocable => Εκχωρήσιμος,