FAQs About the word adultness

ενηλικίωση

The state of being adult.

ενηλικίωση,Πλειοψηφία,ωριμότητα,φθινόπωρο,ακμή,ανδρισμός,Θηλυκότητα

Ανηλικοτητα,βρεφική ηλικία,μειονότητα,εφηβεία,βρεφική ηλικία,παιδική ηλικία,ανήλικα χρόνια,Νεολαία,Νηπιακή ηλικία

adulthood => ενηλικίωση, adulterously => μοιχικά, adulterous => μοιχευτικός, adulterine => μοιχικός, adulteries => μοιχείες,