Greek Meaning of adrenocorticotropic hormone
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
Other Greek words related to Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of adrenocorticotropic hormone
- adrenocorticotropic => αδρενοκορτικοτροπικός
- adrenocorticotrophin => αδρενοκορτικοτροπίνη
- adrenocorticotrophic hormone => Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
- adrenocorticotrophic => αδρενοκορτικοτροπικό
- adrenocortical => επινεφρικός
- adrenergic drug => Αδρενεργικό φάρμακο
- adrenergic agonist eyedrop => Οφθαλμικές σταγόνες αδρεναλίνης
- adrenergic => αδρενεργικός
- adrenarche => Επινεφριδία
- adrenaline => αδρεναλίνη
Definitions and Meaning of adrenocorticotropic hormone in English
adrenocorticotropic hormone (n)
a hormone produced by the anterior pituitary gland that stimulates the adrenal cortex
FAQs About the word adrenocorticotropic hormone
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
a hormone produced by the anterior pituitary gland that stimulates the adrenal cortex
No synonyms found.
No antonyms found.
adrenocorticotropic => αδρενοκορτικοτροπικός, adrenocorticotrophin => αδρενοκορτικοτροπίνη, adrenocorticotrophic hormone => Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη, adrenocorticotrophic => αδρενοκορτικοτροπικό, adrenocortical => επινεφρικός,