Greek Meaning of adrenaline
αδρεναλίνη
Other Greek words related to αδρεναλίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of adrenaline
- adrenalin => αδρεναλίνη
- adrenalectomy => Επινεφρεκτομή
- adrenal medulla => Επινεφριδιακός μυελός
- adrenal gland => Επινεφρίδια
- adrenal cortical steroid => Επινεφριδιακό στεροειδές φλοιώδους στρώματος
- adrenal cortex => φλοιός επινεφριδίων
- adrenal => επινεφρίδιο
- adreamed => ονειρεμένο
- adread => Φοβισμένος
- adragant => τραγακάνθη
- adrenarche => Επινεφριδία
- adrenergic => αδρενεργικός
- adrenergic agonist eyedrop => Οφθαλμικές σταγόνες αδρεναλίνης
- adrenergic drug => Αδρενεργικό φάρμακο
- adrenocortical => επινεφρικός
- adrenocorticotrophic => αδρενοκορτικοτροπικό
- adrenocorticotrophic hormone => Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
- adrenocorticotrophin => αδρενοκορτικοτροπίνη
- adrenocorticotropic => αδρενοκορτικοτροπικός
- adrenocorticotropic hormone => Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη
Definitions and Meaning of adrenaline in English
adrenaline (n)
a catecholamine secreted by the adrenal medulla in response to stress (trade name Adrenalin); stimulates autonomic nerve action
adrenaline ()
Alt. of Adrenalin
FAQs About the word adrenaline
αδρεναλίνη
a catecholamine secreted by the adrenal medulla in response to stress (trade name Adrenalin); stimulates autonomic nerve actionAlt. of Adrenalin
No synonyms found.
No antonyms found.
adrenalin => αδρεναλίνη, adrenalectomy => Επινεφρεκτομή, adrenal medulla => Επινεφριδιακός μυελός, adrenal gland => Επινεφρίδια, adrenal cortical steroid => Επινεφριδιακό στεροειδές φλοιώδους στρώματος,