FAQs About the word acid head

Κεφάλι οξέος

someone who takes LSD

άτομο εθισμένο στο crack,Ταχύτητας,χασικλής,εθισμένος,επαγγελματική εξουθένωση,Ντόπλερ,δαίμονας,τέρας ,Υπερβολική διαφήμιση,ναρκωμανής

μη χρήστης,μη εθισμένος

acid halide => Ακυλοαλογονίδιο, acid dye => Όξινο χρώμα, acid anhydrides => Ανυδρίτες οξέων, acid => οξύ, aciculite => Ακικουλίτης,