Greek Meaning of aces

άσος

Other Greek words related to άσος

Definitions and Meaning of aces in English

Webster

aces (pl.)

of Ace

FAQs About the word aces

άσος

of Ace

χέρια,δάσκαλοι,βιρτουόζοι,Βιρτουόζοι,ειδικοί,καλλιτέχνες,εμπειρογνώμονες,γκουρού,μελετητές,μάγοι

μαθητευόμενοι,αρχάριοι,αρχάριοι,ερασιτέχνες,λαϊκοί,φλύαρους,άπειροι,νεόφυτοι,μη εμπειρογνώμονες,ερασιτέχνες

acervulus => Μικρός σωρός, acervuline => κονδυλώδης, acervose => επίμονος, acervative => συσσώρευση, acervation => συσσώρευση,