Greek Meaning of abrook
abrook
Other Greek words related to abrook
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of abrook
- abrood => Εκκολαφθεί
- abronia villosa => Αβρωνία
- abronia umbellata => Αβρωνία η ομφαλωτή
- abronia maritima => Αβρωνία η θαλάσσια
- abronia latifolia => Αβρόνια η πλατύφυλλη
- abronia fragrans => Αβρονία η ευωδής
- abronia elliptica => αβρωνία η ελλειπτική
- abronia => Γραμμική
- abrogator => καταργητής
- abrogative => καταργητικός
- abrupt => ξαφνικός
- abruptio placentae => Αποκόλληση πλακούντα
- abruption => αποκόλληση πλακούντα
- abruptly => απότομα
- abruptly-pinnate => Αιφνίδια πτεροειδής
- abruptly-pinnate leaf => Αιφνίδια πτερωτό φύλλο
- abruptness => αιφνιδιότητα
- abruzzi => Αμπρούτσο
- abruzzi e molise => Αμπρούτσο και Μολίζε
- abs => κοιλιακοί
Definitions and Meaning of abrook in English
abrook (v. t.)
To brook; to endure.
FAQs About the word abrook
Definition not available
To brook; to endure.
No synonyms found.
No antonyms found.
abrood => Εκκολαφθεί, abronia villosa => Αβρωνία, abronia umbellata => Αβρωνία η ομφαλωτή, abronia maritima => Αβρωνία η θαλάσσια, abronia latifolia => Αβρόνια η πλατύφυλλη,