FAQs About the word yenta

κουτσομπόλα

(Yiddish) a vulgar shrew; a shallow coarse termagant, (Yiddish) a woman who talks too much; a gossip unable to keep a secret; a woman who spreads rumors and sca

κουτσομπολιό,κουτσομπόλης,κυκλοφορητής,κουτσομπόλης,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,Περίεργος,αποκαλυπτικός,κουτσομπόλης,συκοφάντης

No antonyms found.

yenite => Ενίτης, yenisey river => Γενισέι, yenisey => Γενισέι, yenisei-samoyed => Υενισεί-Σαμογιεδική, yeniseian => ενησειανή,