Greek Meaning of circulator
κυκλοφορητής
Other Greek words related to κυκλοφορητής
Nearest Words of circulator
- circulative => κυκλοφορικός
- circulation => κυκλοφορία
- circulating library => Κυκλοφορούσα βιβλιοθήκη
- circulating decimal => Περιοδικός δεκαδικός αριθμός
- circulating => κυκλοφορούν
- circulate => κυκλοφορεί
- circulary => κυκλικός
- circularly => κυκλικά
- circular-knit => Κυκλικής πλέξης
- circularize => κυκλοφορώ
Definitions and Meaning of circulator in English
circulator (n.)
One who, or that which, circulates.
FAQs About the word circulator
κυκλοφορητής
One who, or that which, circulates.
κουτσομπολιό,κουτσομπόλης,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,κουτσομπόλης,εφημεριδοπώλης,καρφί,χαφιές,παραμυθάς,κουτσομπολιό
No antonyms found.
circulative => κυκλοφορικός, circulation => κυκλοφορία, circulating library => Κυκλοφορούσα βιβλιοθήκη, circulating decimal => Περιοδικός δεκαδικός αριθμός, circulating => κυκλοφορούν,