Greek Meaning of circulator

κυκλοφορητής

Other Greek words related to κυκλοφορητής

Definitions and Meaning of circulator in English

Webster

circulator (n.)

One who, or that which, circulates.

FAQs About the word circulator

κυκλοφορητής

One who, or that which, circulates.

κουτσομπολιό,κουτσομπόλης,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,κουτσομπόλης,εφημεριδοπώλης,καρφί,χαφιές,παραμυθάς,κουτσομπολιό

No antonyms found.

circulative => κυκλοφορικός, circulation => κυκλοφορία, circulating library => Κυκλοφορούσα βιβλιοθήκη, circulating decimal => Περιοδικός δεκαδικός αριθμός, circulating => κυκλοφορούν,