Greek Meaning of woodlander
δασόβιος
Other Greek words related to δασόβιος
Nearest Words of woodlander
Definitions and Meaning of woodlander in English
woodlander (n.)
A dweller in a woodland.
FAQs About the word woodlander
δασόβιος
A dweller in a woodland.
δάσος (dasos),δάσος,ξύλο,Timberland,ξύλο,Αρβώρετο,Φρένο,θάμνοι,θαμνώδης βλάστηση,Θάμνος
No antonyms found.
woodland white violet => Άσπρη βιολέτα του δάσους, woodland star => Άστρο του δάσους, woodland oxeye => Βουλβομάτα του δάσους, woodland caribou => δασικό κάριμπου, woodland => Δάσος,