Greek Meaning of wild man
Αγριάνθρωπος
Other Greek words related to Αγριάνθρωπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of wild man
- wild madder => Ριζάρι το βαφικό
- wild lupine => Άγριο λουπίνι
- wild liquorice => Άγρια γλυκόριζα
- wild lily of the valley => Αγριόκρινο της κοιλάδας
- wild licorice => γλυκόριζα η άγρια
- wild leek => Άγριο σκόρδο
- wild indigo => Άγριο ιντίγκο
- wild hydrangea => Υδρινία
- wild hyacinth => αγριοτουλίπα
- wild horse => Άγριο άλογο
Definitions and Meaning of wild man in English
wild man (n)
a person who is not socialized
FAQs About the word wild man
Αγριάνθρωπος
a person who is not socialized
No synonyms found.
No antonyms found.
wild madder => Ριζάρι το βαφικό, wild lupine => Άγριο λουπίνι, wild liquorice => Άγρια γλυκόριζα, wild lily of the valley => Αγριόκρινο της κοιλάδας, wild licorice => γλυκόριζα η άγρια,