Greek Meaning of whitewasher

ασβεστοποιός

Other Greek words related to ασβεστοποιός

Definitions and Meaning of whitewasher in English

Webster

whitewasher (n.)

One who whitewashes.

FAQs About the word whitewasher

ασβεστοποιός

One who whitewashes.

δικαιολογία,Εξηγώ,συγχωρώ,δικαιολογώ,παραβλέπω,συγχώρεση,κλείνω το μάτι (σε),βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω),ανέχομαι,έκπτωση

Σήμα,μυαλό,σημείωση,εναντιώνω,Προσέχω

whitewashed => Ασβεστωμένη, whitewash => ασβεστώνω, whitewall => Λευκός τοίχος, white-topped aster => Άσπρη αστερία, whitetop => Αρμυρίθρα,