Greek Meaning of white-collar
Υπάλληλοι
Other Greek words related to Υπάλληλοι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of white-collar
- white-coat hypertension => Σύνδρομο λευκής μπλούζας
- whitecoat => λευκή ρόμπα
- white-chinned petrel => Πετρίλο Λευκή γενειάδα
- whitecap => Άσπρη κορυφή
- white-breasted nuthatch => Σίτα
- white-bread => Λευκό ψωμί
- whiteboyism => Λευκή υπεροχή
- whiteboy => Λευκό αγόρι
- whiteblow => Κράταιγος
- white-blotched => λευκοκίτρινος
- white-crowned sparrow => Λευκόψαρος σπουργίτης
- whitecup => Λευκό κύμα
- whited => λευκασμένος
- whited sepulcher => Ωσεί τάφοι κεκονιαμένοι
- whited sepulchre => ασβεστωμένος τάφος
- white-ear => λευκά αυτιά
- white-edged => άσπρη άκρη
- white-eye => Ασημομάτης
- whiteface => λευκό πρόσωπο
- white-face => λευκό πρόσωπο
Definitions and Meaning of white-collar in English
white-collar (a)
of or designating salaried professional or clerical work or workers
FAQs About the word white-collar
Υπάλληλοι
of or designating salaried professional or clerical work or workers
No synonyms found.
No antonyms found.
white-coat hypertension => Σύνδρομο λευκής μπλούζας, whitecoat => λευκή ρόμπα, white-chinned petrel => Πετρίλο Λευκή γενειάδα, whitecap => Άσπρη κορυφή, white-breasted nuthatch => Σίτα,