FAQs About the word wetnurse

τροφός

a woman hired to suckle a child of someone else

νοσοκόμα,θηλάζω,τάισμα με μπιμπερό

απογαλακτίζω

wetness => υγρασία, wetland => Υγρότοπος, wether => κριάρι, wet-bulb thermometer => Υγρόμετρο βολβού, wetbird => Βρεγμένο πουλί,