FAQs About the word wash room

Τουαλέτα

a toilet that is available to the public

Μπάνιο,τουαλέτα,τουαλέτα,Μπάνιο,βεστιάριο,τουαλέτα,τουαλέτα,τουαλέτα,γιογιό,τουαλέτα

No antonyms found.

wash out => Πλύσιμο, wash one's hands => πλύσιμο χεριών, wash off => καθαρίζω, wash leather => Γυαλισμένο δέρμα, wash drawing => Κοκκινωπό σχέδιο,