Greek Meaning of wagonload
βαγόνι με φορτίο
Other Greek words related to βαγόνι με φορτίο
Nearest Words of wagonload
Definitions and Meaning of wagonload in English
wagonload (n.)
Same as Wagonful.
FAQs About the word wagonload
βαγόνι με φορτίο
Same as Wagonful.
Καράβι γεμάτο,φορτίο,βαγόνι,αποστολή,φόρτωμα,Φόρτωμα,Ναυαγοί,Αμαξοστοιχία,Φορτηγό,μπάλα
No antonyms found.
wagon-lit => κοιμητήριο βαγόνι, wagoning => βαγονιώντας, wagon-headed => κάρο, wagonfuls => βαγόνια γεμάτα, wagonful => καροτσια,